Πιανίστας σε μπουρδέλο
Μέρος δεύτερο - Νιμπελούνγκεν, το λυκόφως των θεών
Ο Ιάκωβος ήταν ερωτευμένος με την Κατερίνα από την πρώτη στιγμή που την είχε γνωρίσει. Στο πρώτο του κοντσέρτο. Ήταν με το ζόρι 17 χρονών, μόλις έχοντας αποφοιτήσει από το ωδείο. Αμούστακος, ρομαντικός, καυλωμένος. Έτρεμε στις πρώτες νότες του Σοπέν, ίδρωνε με τις τρίλιες του Ραχμάνινοφ, ζαλιζόταν στα περάσματα του Μπαχ, έχανε τον κόσμο κάθε που η Κατερίνα, καθισμένη απέναντί του, άλλαζε σταυροπόδι και του έδειχνε αδιάντροπα πως δε φορούσε κιλοτάκι κάτω από το νεγκλιζέ της.
Η πρώτη του φορά. Με το που σταμάτησε να παίζει, η Κατερίνα τον πλησίασε και τον πήρε από το χέρι. Τον οδήγησε στο δωμάτιο και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω τους. Εκείνος στεκόταν παγωμένος στη μέση της κάμαρας. Το μόνο που άκουγε ήταν το θρόισμα της ρόμπας της και την αγχωμένη ανάσα του. Νόμιζε θα λιποθυμούσε. Η Κατερίνα τον πλησίασε από πίσω και, αφού τύλιξε τα χέρια της γύρω του, τον βοήθησε να βγάλει αργά το φράκο. Ήρθε μπροστά του και γονάτισε. Ο Ιάκωβος γύρισε αγχωμένα να δει τι απέγινε το σακκάκι του. Ήταν κρεμασμένο σε μια κρεμάστρα. Μα πότε πρόλαβε?
"Ηρέμησε, γλύκα. Δε δαγκώνω. Ακόμα...", του ψυθίρισε πονηρά καθώς έβγαζε το πουλί του από το ανοιγμένο φερμουάρ. Μισόκλεισε τα μάτια της και τον κατάπιε. Είχε μουδιάσει εντελώς. Δεν αισθανόταν τίποτα. Μέσα στο μυαλό του, μια σκέψη κυριαρχούσε.
"Όχι ρε γαμώτο, είναι η πρώτη μου φορά και δεν αισθάνομαι τίποτα. Λες να έχω κανένα ελάττωμα?".
Το κεφάλι της Κατερίνας πηγαινοερχόταν κόντρα στον πούτσο του, μα αυτός ήταν ακόμα μουδιασμένος. Πλησίασε δειλά το χέρι του στο στόμα της, για να βεβαιωθεί ότι όντως του έπαιρνε πίπα. Η Κατερίνα σταμάτησε για μια στιγμή και σήκωσε το βλέμμα προς αυτόν. Λίγο σάλιο έτρεξε, κάνοντας τα χείλη της να γυαλίζουν στο μωβ φως του πορτατίφ.
"Βιάζεσαι, γλύκα?"
Τα υπόλοιπα δεν τα θυμόταν καθαρά. Μέσα στο κεφάλι του είχε μείνει ένα κουβάρι από εικόνες. Η Κατερίνα καθισμένη πάνω του με τα βυζιά της να σκαμπανεβάζουν, η Κατερίνα στα τέσσερα κι αυτός από πίσω να την πηδάει με δύναμη, η Κατερίνα να τον εκλιπαρεί να τη χύσει. Καμμία λογική ακολουθία, μόνο το πρώτο του γαμήσι. Αυτό που θα τον στιγμάτιζε για πάντα. Κατερίνα. Όλα και τίποτα.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήταν Κυριακή. Σήμερα έπρεπε να πάει στο μαγαζί νωρίς. Λαΐκή απογευματινή, όπως έλεγε γελώντας η μαντάμ Φλώρα. Έπλυνε τα μούτρα του στο νεροχύτη. Από το δίπλα διαμέρισμα, μια πορδή αντήχησε, ακολουθούμενη από μια κραυγή.
"Νέσουν ντόρμααααααα*. Ξύπνα μαέστρο!!!".
(*Nessun Dorma: Κανείς δεν κοιμάται - Διάσημη άρια από την Turandot του Puccini)
Δεν ήξερε τι τον ενοχλούσε πιο πολύ. Οι κλανιές του γείτονα ή το χιούμορ του.
Κούμπωσε τελετουργικά τα κουμπιά στο άσπρο πουκάμισο και έστρωσε το σακάκι από το φράκο. Χτενίστηκε και έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Ύστερα γύρισε προς ένα αόρατο κοινό, κάπου στο μπαλκόνι το φανταζόταν, και έκανε μια βαθειά υπόκλιση. Έμεινε σκυμμένος για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου μια δεύτερη πορδή τον έβγαλε από το όνειρο.
"Αβάντι, Μαέστρο! Θα αργήσεις!!!"
Τι διάολο? Τον έβλεπε μέσα από τον τοίχο? Κάποια μέρα έπρεπε να βρει το θάρρος να του χτυπήσει την πόρτα και να του ζητήσει εξηγήσεις. Προς το παρόν, κάθε που πετύχαινε τον γείτονα -Λεωνίδας με τ'όνομα, ελαιοχρωματισμοί, μερεμέτια, εκτελούνται μεταφοραί- έσκυβε και προσπερνούσε ντροπαλά. Αν τυχόν προλάβαιναν τα βλέμματά τους να διασταυρωθούν, ο Λεωνίδας γύριζε προς τον Ιάκωβο και προσποιούνταν ότι έπαιζε ένα αόρατο βιολί, γελώντας χαιρέκακα. Αν δεν αντάλλασαν ματιές, αρκούνταν να ξύσει τα αρχίδια του και να τον μουτζώσει.
Βγήκε από την πολυκατοικία. Ο αέρας ήταν δροσερός, αλλά ευχάριστος. Περπάτησε λίγο. Τον έκοβαν τα παπούτσια. Περίεργο. Αποφάσισε να πάρει το λεωφορείο. Στάθηκε στη στάση και περίμενε γύρω στη μισή ώρα. Ένας μοναχικός, κυριακάτικος πιγκουίνος σε φόντο από πλέξιγκλας. Το λεωφορείο κατέφτασε, βρώμικο και κουρασμένο, σκορπώντας μπόχα στο πέρασμά του και τρίζοντας σαν σουμιές από μπουρδέλο στου Μακρυγιάννη. Έβγαλε το πορτοφόλι του να πληρώσει εισητήριο. Ο οδηγός, με τη μεγάλη μύτη και το πονηρό, αλεπουδίσιο βλέμμα του, τον μετρούσε από πάνω μέχρι κάτω, τον χάζευε καθώς έβγαζε το χαρτονόμισμα -ατσαλάκωτο- από την πίσω τσέπη του πορτοφολιού και το ακουμπούσε στο διαχωριστικό, αναρωτιόταν τι είναι πάλι τούτο το ούφο που του έλαχε...
"Σε γάμο πας, πρωθυπουργέ μου?"
"Όχι, δίνω κοντσέρτο"
"Καλά, τσάκω μάγκα μου τα ρέστα σου να την κάνουμε γαργάρα"
Το λεωφορείο έβηξε πονεμένα καθώς ο οδηγός κάρφωσε την πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο και έκανε μια απότομη εκκίνηση. Ο Ιάκωβος κόντεψε να πέσει κάτω. Στις μπροστινές θέσεις, μια καθώς πρέπει κυρία με καφέ παλτό και λουλακί μαλλί, πιασμένο σε ένα περίτεχνο κότσο, του έγνεφε. Στα χέρια της έλαμπε ένα διαμαντένιο μονόπετρο.
"Καλησπέρα σας, κύριε Βαρδούτση. Θα μου κάνετε την τιμή να καθήσετε δίπλα μου?"
Ο Ιάκωβος έκανε μια ελαφρά υπόκλιση.
"Μα φυσικά καλή μου κυρία!"
Η κυρία Σκραπίδα ήταν χήρα στρατηγού. Ο Στρατηγός Σκραπίδας (με Σ κεφαλαίο παρακαλώ) ήταν από τους παλαίμαχους του Ελ Αλαμέιν. Γύρισε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο με εφτά μετάλλια, ένα αυτί κουφό και την κρυφή λαχτάρα για μαύρες γυναίκες. Αφ'ότου αποστρατεύτηκε, έβγαινε κάθε απόγευμα βόλτες. Στη γυναίκα του έλεγε ότι πάει στη λέσχη των αξιωματικών. Τα βήματά του, όμως, πάντα τον πήγαιναν στην Κυψέλη. Είχε ακούσει για ένα μπουρδέλο που έφερνε γυναίκες από την Αφρική. Έμπαινε τρεκλίζοντας και έβγαινε παραπατώντας. Συχνά βρωμούσε βερμούτ και φώναζε προστυχόλογα. Ίσως να έφταιγε το θραύσμα της οβίδας που παρέμενε μέσα στο κεφάλι του, μετά από εκείνη την ενέδρα βαθειά μέσα στη Σαχάρα, που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή. Ίσως να έφταιγε και η γεροντική άνοια.
Την πρώτη, και μοναδική, φορά που ανταμώσανε ήταν στο μπουρδέλο της μαντάμ-Φλώρας. Ο Ιάκωβος τελείωνε τη "Σονάτα υπό το σεληνόφως", όταν η πόρτα της κάμαρας βρόντηξε ανοιχτή. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Στρατηγός Σκραπίδας. Ήταν αχτένιστος, το παντελόνι του ήταν ξεκούμπωτο και του τρέχαν τα σάλια από την αριστερή γωνία του στόματός του. Φαινόταν, πραγματικά, σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό. Πλησίασε στο πιάνο σέρνοντας τα πόδια του. Ο Ιάκωβος τον κοίταξε δειλά και συνειδητοποίησε ότι ο αέρας γύρω του άρχισε να βρωμάει φτηνό αλκοόλ.
"Βεε ααααέε, εε οοίιι αα έεειιχ άααεεεε?"
"Μμμμμε, με συγχωρείτε???"
Ο Στρατηγός Σκραπίδας ξεροκατάπιε, πήρε βαθειά ανάσα και ξαναπροσπάθησε.
"Βε μαλαιχμένε, ε μποείχ α πάιχειχ Βάγκνεχ?"
"Τι εννοείτε, καλέ μου κύριε?"
"Οι κωογερχμαναάγεχ ατά αούγαε, αλλά εμείχ του γαμήχαμε θτο Έ Ααμέι"
"Εεεεεε, εννοείτε ότι θέλετε να παίξω Βάγκνερ? Ίσως δεν ταιριάζει με το κλίμα, καλέ μου κύριε. Δεν είναι αρκετά ρομαντικό", είπε χαμηλόφωνα ο Ιάκωβος, μην μπορώντας να πιστέψει ότι βρήκε το θάρρος να αντιμιλήσει στο γέρο-μεθύστακα.
"Χε γαμώ κι εχένα και το γομαντιχμό χιου, γιε γαμιόλη. Εμέα που ε βέπειχ τουχ γεμαναάδεχ τουχ είχα για τα αχίγια μου. Μόο το μαάκα το Μπετόβε ξέγειχ να παίγειχ? Ηίχιε, άχετε"
Ο Στρατηγός έδειχνε απειλητικά με το δάχτυλο τον Ιάκωβο, αλλά τα μάτια του είχαν γουρλώσει, σαν να βρισκόταν αλλού. Ξάφνου, κουλουριάστηκε και δίπλωσε τα χέρια του στο στήθος, σαν να κρατούσε αυτόματο. Άρχισε να παραπατάει πέρα-δώθε στη σάλα, πηγαίνοντας κοφτά από τη μια μεριά στην άλλη, σκυφτός, σαν να ήταν σε ενέδρα.
"Ατέχιον, ατέχιον, τσάρλυ του οκλόκ", τραύλισε και σωριάστηκε στο φτηνό χαλί. Είχε σπασμούς. Ο Ιάκωβος πετάχτηκε σα σούστα και έτρεξε προς το μέρος του. Τον γύρισε ανάσκελα. Ο Στρατηγός γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Για πρώτη φορά το βλέμμα του ήταν καθαρό.
"Μη το πειχ χτη γυαίκα μου", τραύλισε και έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Μια σταγόνα αίμα έτρεξε από το δεξί του ρουθούνι. Μια τελευταία ανάσα βγήκε από το στόμα του και το στήθος του ξεφούσκωσε για πάντα. Με τη φασαρία, η Γιολάντα, η Μποτσουανή από το δωμάτιο της οποίας ο Στρατηγός είχε μόλις βγει, τσίριξε. Η μαντάμ-Φλώρα ήρθε τρέχοντας από την κουζίνα.
"Τι έπαθε ο παππούς?"
Ο Ιάκωβος έψαξε στο σακάκι του Στρατηγού. Έβγαλε το πορτοφόλι από τη μέσα τσέπη και το άνοιξε. Μέσα βρήκε τη στρατιωτική του ταυτότητα.
"Στρατηγός Σκραπίδας. Υποστολή σημαίας", ψυθίρισε.
Σηκώθηκε όρθιος, έκανε στροφή και πήγε στο πιάνο τελετουργικά. Οι δυο-τρεις πελάτες που περίμεναν στη σάλα σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους καθώς ο Ιάκωβος πήρε τη θέση του στο σκαμνί. Με το που ακούμπησε τα χέρια του στο πιάνο, έφεραν το δεξί τους χέρι στη θέση της καρδιάς. Το ίδιο έκανε και η μαντάμ-Φλώρα. Η Γιολάντα αρκέστηκε στο να καλύψει τα γυμνά βυζιά της. Για το επόμενο λεπτό, όλοι στέκονταν ακίνητοι στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου. Με το που τελείωσε η μουσική, η μαντάμ γύρισε προς τους πελάτες.
"Καλώς τους. Το κορίτσι μας το βλέπετε, μαύρη σα σοκολάτα και γλυκιά σαν καραμέλα. Τσιμπουκάκι έξτρα. Ποιος έχει σειρά?"
Ο Ιάκωβος πήγε πίσω στο Στρατηγό και γονάτισε. Άρχισε να τον ντύνει. Του έστρωσε το γιακά από το πουκάμισο και του σκούπισε το αίμα στη μύτη με το μαντήλι του. Από την κάμαρα ακούγονταν ήδη τα βογκητά της Γιολάντας.
"Κυρία Φλώρα, θα πρέπει να τον πάω στο νοσοκομείο. Σας πειράζει να τελειώσω για απόψε?"
"Όχι, κύριε Βαρδούτση. Κάντε ό,τι πρέπει. Θα τα πούμε αύριο"
Ο Ιάκωβος, ιδρώνοντας και αγκομαχώντας από το βάρος του Στρατηγού, τον έσυρε μέχρι το πεζοδρόμιο και τον έβαλε σε ένα ταξί. Ο ταξιτζής κοίταξε πανικόβλητος μόλις συνειδητοποίησε ότι στο πίσω κάθισμα είχε ένα νεαρό με φράκο και ένα πτώμα. Τους πήγε στο νοσοκομείο χωρίς να πει κουβέντα. Ο Ιάκωβος περίμενε καρτερικά στην αίθουσα αναμονής, έδωσε στους γιατρούς πληροφορίες, τους έδειξε το πορτοφόλι. Σε λίγη ώρα έφτασε η κυρία Σκραπίδα. Φαινόταν ταραγμένη μα κρατούσε την ηρεμία της. Της μίλησε για ώρα, την ηρέμησε, της εξήγησε πως περνούσε από το Σύνταγμα όταν είδε το Στρατηγό να σωριάζεται στο τσιμέντο, την ώρα που τάιζε τα περιστέρια. Μέσα σε τόσα ψέμματα, της είπε ότι, μόλις διαπιστώθηκε πως ο Στρατηγός απεβίωσε, οι Εύζωνοι στάθηκαν σε στάση προσοχής για να αποδώσουν τιμές. Έτσι, για να την κάνει να αισθανθεί καλύτερα...
(του μπι κοντίνιουντ)