Wednesday, September 12, 2007

Μπαίνει χειμώνας

Με τις πρώτες δροσιές ακούγονται αμυδρά και οι πρώτες νότες του Steinway. Σε λίγες μέρες θα έχουν μεταμορφωθεί σε κρεσέντο. Αναμείνατε...

Sunday, December 10, 2006

Monty Python - The Spanish Inquisition


An all time classic!




Wednesday, December 06, 2006

Πιανίστας σε μπουρδέλο


Μέρος δεύτερο - Νιμπελούνγκεν, το λυκόφως των θεών


Ο Ιάκωβος ήταν ερωτευμένος με την Κατερίνα από την πρώτη στιγμή που την είχε γνωρίσει. Στο πρώτο του κοντσέρτο. Ήταν με το ζόρι 17 χρονών, μόλις έχοντας αποφοιτήσει από το ωδείο. Αμούστακος, ρομαντικός, καυλωμένος. Έτρεμε στις πρώτες νότες του Σοπέν, ίδρωνε με τις τρίλιες του Ραχμάνινοφ, ζαλιζόταν στα περάσματα του Μπαχ, έχανε τον κόσμο κάθε που η Κατερίνα, καθισμένη απέναντί του, άλλαζε σταυροπόδι και του έδειχνε αδιάντροπα πως δε φορούσε κιλοτάκι κάτω από το νεγκλιζέ της.

Η πρώτη του φορά. Με το που σταμάτησε να παίζει, η Κατερίνα τον πλησίασε και τον πήρε από το χέρι. Τον οδήγησε στο δωμάτιο και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω τους. Εκείνος στεκόταν παγωμένος στη μέση της κάμαρας. Το μόνο που άκουγε ήταν το θρόισμα της ρόμπας της και την αγχωμένη ανάσα του. Νόμιζε θα λιποθυμούσε. Η Κατερίνα τον πλησίασε από πίσω και, αφού τύλιξε τα χέρια της γύρω του, τον βοήθησε να βγάλει αργά το φράκο. Ήρθε μπροστά του και γονάτισε. Ο Ιάκωβος γύρισε αγχωμένα να δει τι απέγινε το σακκάκι του. Ήταν κρεμασμένο σε μια κρεμάστρα. Μα πότε πρόλαβε?

"Ηρέμησε, γλύκα. Δε δαγκώνω. Ακόμα...", του ψυθίρισε πονηρά καθώς έβγαζε το πουλί του από το ανοιγμένο φερμουάρ. Μισόκλεισε τα μάτια της και τον κατάπιε. Είχε μουδιάσει εντελώς. Δεν αισθανόταν τίποτα. Μέσα στο μυαλό του, μια σκέψη κυριαρχούσε.

"Όχι ρε γαμώτο, είναι η πρώτη μου φορά και δεν αισθάνομαι τίποτα. Λες να έχω κανένα ελάττωμα?".

Το κεφάλι της Κατερίνας πηγαινοερχόταν κόντρα στον πούτσο του, μα αυτός ήταν ακόμα μουδιασμένος. Πλησίασε δειλά το χέρι του στο στόμα της, για να βεβαιωθεί ότι όντως του έπαιρνε πίπα. Η Κατερίνα σταμάτησε για μια στιγμή και σήκωσε το βλέμμα προς αυτόν. Λίγο σάλιο έτρεξε, κάνοντας τα χείλη της να γυαλίζουν στο μωβ φως του πορτατίφ.

"Βιάζεσαι, γλύκα?"

Τα υπόλοιπα δεν τα θυμόταν καθαρά. Μέσα στο κεφάλι του είχε μείνει ένα κουβάρι από εικόνες. Η Κατερίνα καθισμένη πάνω του με τα βυζιά της να σκαμπανεβάζουν, η Κατερίνα στα τέσσερα κι αυτός από πίσω να την πηδάει με δύναμη, η Κατερίνα να τον εκλιπαρεί να τη χύσει. Καμμία λογική ακολουθία, μόνο το πρώτο του γαμήσι. Αυτό που θα τον στιγμάτιζε για πάντα. Κατερίνα. Όλα και τίποτα.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήταν Κυριακή. Σήμερα έπρεπε να πάει στο μαγαζί νωρίς. Λαΐκή απογευματινή, όπως έλεγε γελώντας η μαντάμ Φλώρα. Έπλυνε τα μούτρα του στο νεροχύτη. Από το δίπλα διαμέρισμα, μια πορδή αντήχησε, ακολουθούμενη από μια κραυγή.

"Νέσουν ντόρμααααααα*. Ξύπνα μαέστρο!!!".
(*Nessun Dorma: Κανείς δεν κοιμάται - Διάσημη άρια από την Turandot του Puccini)

Δεν ήξερε τι τον ενοχλούσε πιο πολύ. Οι κλανιές του γείτονα ή το χιούμορ του.

Κούμπωσε τελετουργικά τα κουμπιά στο άσπρο πουκάμισο και έστρωσε το σακάκι από το φράκο. Χτενίστηκε και έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Ύστερα γύρισε προς ένα αόρατο κοινό, κάπου στο μπαλκόνι το φανταζόταν, και έκανε μια βαθειά υπόκλιση. Έμεινε σκυμμένος για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου μια δεύτερη πορδή τον έβγαλε από το όνειρο.

"Αβάντι, Μαέστρο! Θα αργήσεις!!!"

Τι διάολο? Τον έβλεπε μέσα από τον τοίχο? Κάποια μέρα έπρεπε να βρει το θάρρος να του χτυπήσει την πόρτα και να του ζητήσει εξηγήσεις. Προς το παρόν, κάθε που πετύχαινε τον γείτονα -Λεωνίδας με τ'όνομα, ελαιοχρωματισμοί, μερεμέτια, εκτελούνται μεταφοραί- έσκυβε και προσπερνούσε ντροπαλά. Αν τυχόν προλάβαιναν τα βλέμματά τους να διασταυρωθούν, ο Λεωνίδας γύριζε προς τον Ιάκωβο και προσποιούνταν ότι έπαιζε ένα αόρατο βιολί, γελώντας χαιρέκακα. Αν δεν αντάλλασαν ματιές, αρκούνταν να ξύσει τα αρχίδια του και να τον μουτζώσει.

Βγήκε από την πολυκατοικία. Ο αέρας ήταν δροσερός, αλλά ευχάριστος. Περπάτησε λίγο. Τον έκοβαν τα παπούτσια. Περίεργο. Αποφάσισε να πάρει το λεωφορείο. Στάθηκε στη στάση και περίμενε γύρω στη μισή ώρα. Ένας μοναχικός, κυριακάτικος πιγκουίνος σε φόντο από πλέξιγκλας. Το λεωφορείο κατέφτασε, βρώμικο και κουρασμένο, σκορπώντας μπόχα στο πέρασμά του και τρίζοντας σαν σουμιές από μπουρδέλο στου Μακρυγιάννη. Έβγαλε το πορτοφόλι του να πληρώσει εισητήριο. Ο οδηγός, με τη μεγάλη μύτη και το πονηρό, αλεπουδίσιο βλέμμα του, τον μετρούσε από πάνω μέχρι κάτω, τον χάζευε καθώς έβγαζε το χαρτονόμισμα -ατσαλάκωτο- από την πίσω τσέπη του πορτοφολιού και το ακουμπούσε στο διαχωριστικό, αναρωτιόταν τι είναι πάλι τούτο το ούφο που του έλαχε...

"Σε γάμο πας, πρωθυπουργέ μου?"

"Όχι, δίνω κοντσέρτο"

"Καλά, τσάκω μάγκα μου τα ρέστα σου να την κάνουμε γαργάρα"

Το λεωφορείο έβηξε πονεμένα καθώς ο οδηγός κάρφωσε την πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο και έκανε μια απότομη εκκίνηση. Ο Ιάκωβος κόντεψε να πέσει κάτω. Στις μπροστινές θέσεις, μια καθώς πρέπει κυρία με καφέ παλτό και λουλακί μαλλί, πιασμένο σε ένα περίτεχνο κότσο, του έγνεφε. Στα χέρια της έλαμπε ένα διαμαντένιο μονόπετρο.

"Καλησπέρα σας, κύριε Βαρδούτση. Θα μου κάνετε την τιμή να καθήσετε δίπλα μου?"

Ο Ιάκωβος έκανε μια ελαφρά υπόκλιση.

"Μα φυσικά καλή μου κυρία!"

Η κυρία Σκραπίδα ήταν χήρα στρατηγού. Ο Στρατηγός Σκραπίδας (με Σ κεφαλαίο παρακαλώ) ήταν από τους παλαίμαχους του Ελ Αλαμέιν. Γύρισε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο με εφτά μετάλλια, ένα αυτί κουφό και την κρυφή λαχτάρα για μαύρες γυναίκες. Αφ'ότου αποστρατεύτηκε, έβγαινε κάθε απόγευμα βόλτες. Στη γυναίκα του έλεγε ότι πάει στη λέσχη των αξιωματικών. Τα βήματά του, όμως, πάντα τον πήγαιναν στην Κυψέλη. Είχε ακούσει για ένα μπουρδέλο που έφερνε γυναίκες από την Αφρική. Έμπαινε τρεκλίζοντας και έβγαινε παραπατώντας. Συχνά βρωμούσε βερμούτ και φώναζε προστυχόλογα. Ίσως να έφταιγε το θραύσμα της οβίδας που παρέμενε μέσα στο κεφάλι του, μετά από εκείνη την ενέδρα βαθειά μέσα στη Σαχάρα, που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή. Ίσως να έφταιγε και η γεροντική άνοια.

Την πρώτη, και μοναδική, φορά που ανταμώσανε ήταν στο μπουρδέλο της μαντάμ-Φλώρας. Ο Ιάκωβος τελείωνε τη "Σονάτα υπό το σεληνόφως", όταν η πόρτα της κάμαρας βρόντηξε ανοιχτή. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Στρατηγός Σκραπίδας. Ήταν αχτένιστος, το παντελόνι του ήταν ξεκούμπωτο και του τρέχαν τα σάλια από την αριστερή γωνία του στόματός του. Φαινόταν, πραγματικά, σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό. Πλησίασε στο πιάνο σέρνοντας τα πόδια του. Ο Ιάκωβος τον κοίταξε δειλά και συνειδητοποίησε ότι ο αέρας γύρω του άρχισε να βρωμάει φτηνό αλκοόλ.

"Βεε ααααέε, εε οοίιι αα έεειιχ άααεεεε?"

"Μμμμμε, με συγχωρείτε???"

Ο Στρατηγός Σκραπίδας ξεροκατάπιε, πήρε βαθειά ανάσα και ξαναπροσπάθησε.

"Βε μαλαιχμένε, ε μποείχ α πάιχειχ Βάγκνεχ?"

"Τι εννοείτε, καλέ μου κύριε?"

"Οι κωογερχμαναάγεχ ατά αούγαε, αλλά εμείχ του γαμήχαμε θτο Έ Ααμέι"

"Εεεεεε, εννοείτε ότι θέλετε να παίξω Βάγκνερ? Ίσως δεν ταιριάζει με το κλίμα, καλέ μου κύριε. Δεν είναι αρκετά ρομαντικό", είπε χαμηλόφωνα ο Ιάκωβος, μην μπορώντας να πιστέψει ότι βρήκε το θάρρος να αντιμιλήσει στο γέρο-μεθύστακα.

"Χε γαμώ κι εχένα και το γομαντιχμό χιου, γιε γαμιόλη. Εμέα που ε βέπειχ τουχ γεμαναάδεχ τουχ είχα για τα αχίγια μου. Μόο το μαάκα το Μπετόβε ξέγειχ να παίγειχ? Ηίχιε, άχετε"

Ο Στρατηγός έδειχνε απειλητικά με το δάχτυλο τον Ιάκωβο, αλλά τα μάτια του είχαν γουρλώσει, σαν να βρισκόταν αλλού. Ξάφνου, κουλουριάστηκε και δίπλωσε τα χέρια του στο στήθος, σαν να κρατούσε αυτόματο. Άρχισε να παραπατάει πέρα-δώθε στη σάλα, πηγαίνοντας κοφτά από τη μια μεριά στην άλλη, σκυφτός, σαν να ήταν σε ενέδρα.

"Ατέχιον, ατέχιον, τσάρλυ του οκλόκ", τραύλισε και σωριάστηκε στο φτηνό χαλί. Είχε σπασμούς. Ο Ιάκωβος πετάχτηκε σα σούστα και έτρεξε προς το μέρος του. Τον γύρισε ανάσκελα. Ο Στρατηγός γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Για πρώτη φορά το βλέμμα του ήταν καθαρό.

"Μη το πειχ χτη γυαίκα μου", τραύλισε και έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Μια σταγόνα αίμα έτρεξε από το δεξί του ρουθούνι. Μια τελευταία ανάσα βγήκε από το στόμα του και το στήθος του ξεφούσκωσε για πάντα. Με τη φασαρία, η Γιολάντα, η Μποτσουανή από το δωμάτιο της οποίας ο Στρατηγός είχε μόλις βγει, τσίριξε. Η μαντάμ-Φλώρα ήρθε τρέχοντας από την κουζίνα.

"Τι έπαθε ο παππούς?"

Ο Ιάκωβος έψαξε στο σακάκι του Στρατηγού. Έβγαλε το πορτοφόλι από τη μέσα τσέπη και το άνοιξε. Μέσα βρήκε τη στρατιωτική του ταυτότητα.

"Στρατηγός Σκραπίδας. Υποστολή σημαίας", ψυθίρισε.

Σηκώθηκε όρθιος, έκανε στροφή και πήγε στο πιάνο τελετουργικά. Οι δυο-τρεις πελάτες που περίμεναν στη σάλα σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους καθώς ο Ιάκωβος πήρε τη θέση του στο σκαμνί. Με το που ακούμπησε τα χέρια του στο πιάνο, έφεραν το δεξί τους χέρι στη θέση της καρδιάς. Το ίδιο έκανε και η μαντάμ-Φλώρα. Η Γιολάντα αρκέστηκε στο να καλύψει τα γυμνά βυζιά της. Για το επόμενο λεπτό, όλοι στέκονταν ακίνητοι στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου. Με το που τελείωσε η μουσική, η μαντάμ γύρισε προς τους πελάτες.

"Καλώς τους. Το κορίτσι μας το βλέπετε, μαύρη σα σοκολάτα και γλυκιά σαν καραμέλα. Τσιμπουκάκι έξτρα. Ποιος έχει σειρά?"

Ο Ιάκωβος πήγε πίσω στο Στρατηγό και γονάτισε. Άρχισε να τον ντύνει. Του έστρωσε το γιακά από το πουκάμισο και του σκούπισε το αίμα στη μύτη με το μαντήλι του. Από την κάμαρα ακούγονταν ήδη τα βογκητά της Γιολάντας.

"Κυρία Φλώρα, θα πρέπει να τον πάω στο νοσοκομείο. Σας πειράζει να τελειώσω για απόψε?"

"Όχι, κύριε Βαρδούτση. Κάντε ό,τι πρέπει. Θα τα πούμε αύριο"

Ο Ιάκωβος, ιδρώνοντας και αγκομαχώντας από το βάρος του Στρατηγού, τον έσυρε μέχρι το πεζοδρόμιο και τον έβαλε σε ένα ταξί. Ο ταξιτζής κοίταξε πανικόβλητος μόλις συνειδητοποίησε ότι στο πίσω κάθισμα είχε ένα νεαρό με φράκο και ένα πτώμα. Τους πήγε στο νοσοκομείο χωρίς να πει κουβέντα. Ο Ιάκωβος περίμενε καρτερικά στην αίθουσα αναμονής, έδωσε στους γιατρούς πληροφορίες, τους έδειξε το πορτοφόλι. Σε λίγη ώρα έφτασε η κυρία Σκραπίδα. Φαινόταν ταραγμένη μα κρατούσε την ηρεμία της. Της μίλησε για ώρα, την ηρέμησε, της εξήγησε πως περνούσε από το Σύνταγμα όταν είδε το Στρατηγό να σωριάζεται στο τσιμέντο, την ώρα που τάιζε τα περιστέρια. Μέσα σε τόσα ψέμματα, της είπε ότι, μόλις διαπιστώθηκε πως ο Στρατηγός απεβίωσε, οι Εύζωνοι στάθηκαν σε στάση προσοχής για να αποδώσουν τιμές. Έτσι, για να την κάνει να αισθανθεί καλύτερα...

(του μπι κοντίνιουντ)

Monday, November 13, 2006

Written in blood


Η ιστορία πετάει πάντα το ίδιο υπονοούμενο...


Thursday, November 09, 2006

Πιανίστας σε μπουρδέλο


Μια παραφωνία σε γα-μήσσονα


Ο Ιάκωβος είχε πάντα ένα τσουλούφι πεσμένο μπροστά στα μάτια του. Πάντα. Στο ωδείο, η δασκάλα της ντικτέ, η κυρία Νταίζη, τον φώναζε 'μικρό μου τσουλουφάκι'. Αυτό βέβαια μέχρι να πάρει το πτυχίο του πιάνου. Μετά τον αποκαλούσε κύριο Βαρδούτση και φούσκωνε από υπερηφάνεια για τον ταλαντούχο πρώην μαθητή της.

Απόψε όμως το τσουλούφι έδειχνε να έχει τη δική του βούληση. Συνέχιζε να πέφτει μέσα στο αριστερό του μάτι, κάτω από τα χοντρά γυαλιά της μυωπίας, όσο κι αν το τίναζε προς τα πάνω. Το αισθανόταν πως οι Ποιητικές και Θρησκευτικές του Λιστ θα ήταν μια ολοκληρωτική καταστροφή. Προσπάθησε να τελειώσει τον Ύμνο της Αγάπης χωρίς να δείχνει ταραγμένος. Στις τελευταίες νότες έμεινε σκυφτός με τα χέρια απαλά ακουμπισμένα στα γόνατά του. Στο βάθος του δωματίου, ένας πιτσιρικάς, εμφανώς αγχωμένος μια και ήταν η πρώτη του φορά σε 'κοντσέρτο', χειροκρότησε δειλά.

"Κάτι πήγες να κάνεις στο αντάντε λαγκριμόζο. Αλλά τα ρουμπάτο τα κατέστρεψες. Λες και έπαιζες εμβατήριο. Μαλάκα...", είπε με τη βραχνή του φωνή ο κύριος Νώντας, παλιός πελάτης. Ακούμπησε με πάταγο το ποτήρι του ουίσκι πάνω στο πιάνο με ουρά και βάλθηκε να κουμπώσει το ιδρωμένο του πουκάμισο. Μετά ίσιαξε το βρακί του που πέταγε πάνω από το παντελόνι. Τέλος έβγαλε μια τσατσάρα από την κωλότσεπη και, αφού την έγλυψε, έστρωσε τη χωρίστρα του στο πλάι. Ο Ιάκωβος αμίλητος, έσφιγγε τα χείλη του και προσπαθούσε να επεξεργαστεί την κριτική του κύριου Νώντα. Σήκωσε αργά το βλέμμα και είδε τις σταγόνες δροσιάς στο ποτήρι να κυλούν στο γυαλισμένο βερνίκι του πιάνου.

"Ξέρετε, το ποτήρι σας...",τραύλισε.

"Στ'αρχίδια μου το γράφω το ποτήρι και το κωλοπιάνο σου. Θα μάθεις ρε γυαλάκια να παίζεις ή να αρχίσω να πηγαίνω αλλού?", βρωντοφώναξε ο κύριος Νώντας. Έπειτα γύρισε προς τον πιτσιρικά.

"Κι εσύ τι χειροκροτάς, ρε μαλακισμένο? Άντε τράβα μέσα να γαμήσεις, που μου έμαθες κι από κλασσική μουσική. Παλιοπορδή..."

Ο πιτσιρικάς πετάχτηκε από την καρέκλα του και κατευθύνθηκε νευρικά προς την Αλέκα, που είχε στηθεί και τον περίμενε στην πόρτα της κάμαρας με το ημιδιάφανο νυχτικό να κρέμεται μισάνοιχτο. Η μία της ρώγα, η αριστερή, ίσα που φαινόταν. Στο απαλό μωβ φως της σάλας έμοιαζε κατάμαυρη. Σταμάτησε δίπλα στον Ιάκωβο για μια στιγμή.

"Εγώ πιστεύω πως στο Άβε Μαρία ήσασταν έξοχος", είπε χωρίς να πάρει ανάσα και έφυγε σφαίρα για την Αλέκα. Εκείνη ακούμπησε στοργικά το χέρι της στους ώμους του μικρού και τον έσπρωξε απαλά στην κάμαρα. Η πόρτα έκλεισε, θαρρείς χωρίς να κάνει θόρυβο, πίσω τους.

"Έμαθε και το σκατό την Άβε Μαρία", γρύλισε ο Νώντας και τράβηξε το παντελόνι του από το ζωνάρι. Ύστερα κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα ανοίγοντας τα χέρια του διάπλατα.

"Άαααααααααααβε Μαρίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίαααααααααααααααααααα"

Ο Ιάκωβος σηκώθηκε απότομα, σαν τόση ώρα να καθόταν πάνω σε ελατήριο. Ένας ακόμη πελάτης, που καθόταν αμίλητος στον καναπέ, παρατήρησε με ενδιαφέρον ότι τα χέρια του δεν ξεκόλλησαν από τα γόνατά του και παρέμειναν παράλληλα δίπλα στο σώμα του, καθώς προσωρούσε σκυφτός για την κουζίνα. Εκεί βρήκε τη μαντάμ Φλώρα, καθισμένη σε ένα σκαμπώ, να ακούει Ρίτα Σακελλαρίου από το παλιό σκονισμένο τρανζίστορ. Ιστορία μου, αμαρτία μου. Κάθε φορά που η μαντάμ Φλώρα άφηνε το χτικιάρικο τσιγαρόβηχά της να αντηχήσει στα φλοράλ πλακάκια της κουζίνας, στο μυαλό του Ιάκωβου ερχόταν ο επόμενος στίχος. Είσαι αρρώστεια μου, μες τα στήθια μου και πως να σε βγάλω...

"Δύσκολη μέρα, κύριε Βαρδούτση?", του είπε.

"Μάλιστα".

Πάντα απαντούσε μονολεκτικά στη μαντάμ Φλώρα. Άνοιξε το ντουλάπι πάνω από το νεροχύτη και πήρε ένα ποτήρι. Το γέμισε με νερό και ήπιε προσεκτικά. Δεν ήθελε να βρέξει το φρεσκοσιδερωμένο φράκο. Τότε ξεπρόβαλε πίσω από το παραπέτασμα, αυτό με τις κρεμασμένες χάντρες σε κορδόνια που κάνει κρίτσι κρίτσι όταν περνάς από μέσα, η Κατερίνα.

"Γεια σου Ιάκωβε".

Εκείνος κοκκίνησε και στραβοκατάπιε. Η Κατερίνα ήταν η μόνη στο μαγαζί που τον αποκαλούσε με το μικρό του όνομα και του μιλούσε στον ενικό. Δεν ήταν από ασέβεια, μάλλον από οικειότητα. Τον πλησίασε και τον έκανε ένα γύρο. ο Ιάκωβος στεκόταν ακίνητος σαν κολώνα. Όσο τον έφερνε βόλτα, το δεξί της χέρι γλιστρούσε απαλά πάνω του. Σαν να τον τύλιγε με ένα αόρατο σελοφάν.

"Πολύ μου αρέσει το φράκο σου".

"Ε.... ευχαριστώ", τραύλισε.

Η Κατερίνα βγήκε στη σάλα, ακολουθούμενη από τη μαντάμ Φλώρα. Αν και περπατούσε στακάτα και άκομψα, σαν πάπια, η μαντάμ είχε έναν αέρα κοσμοπολίτικο. Μέσα από το παραπέτασμα την είδε να τινάζει τα βαμμένα μαλλιά της καθώς γύρισε προς τον πελάτη στον καναπέ.

"Αυτό είναι το κορίτσι μας. Τσιμπουκάκι σπέσιαλ, πισωκολλητό και τα βυζάκια για ζούμπηγμα. Αν θες κώλο θα τον πληρώσεις έξτρα".

"Εντάξει".

Ο Ιάκωβος περίμενε ακίνητος. Όταν βεβαιώθηκε ότι η Κατερίνα είχε κλείσει την πόρτα της δεύτερης κάμαρας πίσω της, έφυγε βιαστικός. Παραλίγο να σκοντάψει πάνω στη μαντάμ. Της ζήτησε αγχωμένα συγνώμη και βγήκε στο δρόμο.

Περπατούσε για ώρα, σκυφτός, με τα χέρια κολλημένα στο πλάι. Τα βήματά του ήταν βαριά, στενόχωρα, απρόθυμα. Πεινούσε. Ίσως έπρεπε να σταματήσει στην καντίνα λίγο παρακάτω και να πάρει ένα λουκάνικο. Από μικρός, η μητέρα του επέμενε να τρώει υγιεινά. Αλλά στα λουκάνικα δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ήξερε ότι η λίγδα που τόσο πολύ απολάμβανε να δαγκώνει θα του έφερνε διάρροια. Δεν μπορούσε, όμως, να πει όχι. Έφτασε στην καντίνα και στήθηκε στην ουρά. Μπροστά του μια παρέα μαθητές λυκείου περίμεναν την παραγγελία τους. Ένας από αυτούς είχε στηθεί στην ουρά με το παπάκι του. Όλοι είχαν περίεργα κουρέματα και σκουλαρίκια. Ο πιο ψηλός από τους μαθητές, μάλλον ο αρχηγός της συμμορίας, σκούντηξε τον διπλανό του και γύρισαν προς τον Ιάκωβο με τα μάτια γουρλωμένα. Έμοιαζε τόσο αταίριαστος. Άρχισαν να χαχανίζουν.

"Τα λουκάνικά σας. Και αφήστε τον κύριο Βαρδούτση ήσυχο. Είναι καλός πελάτης"

Ο καντινιέρης φάνταζε σαν από μηχανής θεός. Λουσμένος με το φως φθορίου, στεκόταν χαμογελαστός μέσα στην καντίνα. Άνοιξε τα χέρια σε καλωσόρισμα και ένας χοντρός κόμπος ιδρώτα κύλισε από τη μύτη του. Πρέπει να προσγειώθηκε μέσα στο τάπερ με τη ρώσσικη σαλάτα. Δε χρειάστηκε καν να παραγγείλει, το γλιτσερό ψωμάκι με το πολύχρωμο περιεχόμενο ήταν ήδη έτοιμο. Ο καντινιέρης του το πρότεινε με το χέρι τεντωμένο, πάντα χαμογελαστός.

"Ορίστε, όπως σας αρέσει κύριε Βαρδούτση. Με μπόλικη μαγιονέζα".

Υποκλίθηκε ελαφρά με το λουκάνικο στο χέρι και έστρεψε να φύγει. Πάτησε την πρώτη δαγκωνιά. Μετά δεύτερη. Μέσα του γινόταν μια μάχη. Από τη μία οι καλοί τρόποι. Κόβουμε μικρές δαγκωνιές, μασάμε με κλειστό το στόμα, καταπίνουμε αθόρυβα. Κι από την άλλη ο πόθος για το ζουμερό λουκάνικο. Τελικά κρύφτηκε σε μια σκοτεινή γωνιά, έβαλε το υπόλοιπο στο στόμα του και μάσησε με δυσκολία. Ύστερα έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του παντελονιού και σκούπισε τη μαγιονέζα που κρεμόταν στη γωνία των χειλιών του.

Το διαμέρισμά του ήταν μικρό. Μια σκοτεινή, ελεεινή τρύπα σε παλιά προσφυγική πολυκατοικία. Το κτίριο έμοιαζε με στοιχειωμένο κάστρο. Σκουπίδια παντού, πυκνή μυρωδιά μούχλας και τοίχοι λεπτοί σαν τσιγαρόχαρτο. Ανέβηκε τα σκαλιά και σε κάθε όροφο σταματούσε να χαζέψει το καρτελάκι που κρεμόταν στην πόρτα του ασανσέρ από λίγο σπάγγο. Ένα καφέ χαρτόνι και γράμματα από μαρκαδόρο.

"Ο ανελκιστήρ είναι χαλασμένος. Πλερώστε τα κηνόχρηστα για να το φτιάξομε"

Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Από το διπλανό σπίτι ακουγόταν η τηλεόραση. Το σήμα των βραδυνών ειδήσεων. Ένα κύμα έπνιξε τη νοτιδυτική Ασία. Πληθωρισμός. Κλήσεις για παρκάρισμα. Και μια τραγουδίστρια που βγήκε από μια τούρτα. Όση ώρα κρυφάκουγε τις ειδήσεις έμεινε ακίνητος στη μέση του δωματίου. Αυτό το δωμάτιο είχε όλο κι όλο. Και ένα βεσεδάκι. Το κρεβάτι του ήταν κολλημένο στον τοίχο. Γδύθηκε, σχεδόν τελετουργικά και κρέμασε το φράκο στον καλόγερο, δίπλα στην εξώπορτα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το τσουλούφι, ακόμα πεσμένο, είχε αφήσει μια ιδρωμένη στάμπα στα γυαλιά του. Φορούσε μόνο την άσπρη φανέλα, σώβρακο και τις καφέ καρώ κάλτσες. Η φανέλα είχε μια τρύπα κοντά στον αφαλό. Ανασήκωσε τους ώμους. Που λεφτά για καινούρια εσώρουχα? Άνοιξε το συρτάρι του κωμωδίνου και έβγαλε ένα ζευγάρι άσπρα γάντια. Τα φόρεσε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο σουμιές έτριξε. Στο μυαλό του ήρθε η Κατερίνα. Άρχισε να τον παίζει ρυθμικά, σφίγγοντας τα δόντια του. Πάντα τον έπαιζε με γάντια. Ήταν ακόμα μαθητής στο σχολείο, όταν ένα βράδυ τον έπιασε η μητέρα του να αυνανίζεται κοιτάζοντας το εξώφυλλο του Μαγικού Αυλού του Μότσαρτ. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν τον καύλωνε πιο πολύ η Παπαγγένα ή η Βασίλισσα της Νύχτας. Η μητέρα του τον είχε σπάσει στο ξύλο. Τα λόγια της ποτέ δεν έφυγαν από το κεφάλι του.

"Μην τολμήσεις να ακουμπίσεις το πιάνο αν δεν πλύνεις τα χέρια σου πρώτα..."

Έχυσε σε ένα μαντήλι βαριανασαίνοντας. Αφού βεβαιώθηκε ότι σκουπίστηκε καλά, τύλιξε το μαντήλι σε ένα μπαλάκι και σηκώθηκε να το πετάξει στα σκουπίδια. Φορούσε ακόμα τα γάντια. Μέσα στο σκοτάδι άκουσε μια βροντερή πορδή να έρχεται από το διπλανό διαμέρισμα. Μετά άκουσε το γείτονα να χασκογελάει κατσαδιάζοντας τη γυναίκα του.

"Τι έγινε μωρή που έκλασα? Λες να μας παρεξηγήσει ο μαέστρος?"

Έπεσε στο κρεβάτι και κουλουριάστηκε αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι. Προσπάθησε να φανταστεί ένα κόσμο όμορφο, λυρικό, λουσμένο με φως. Κι εκείνος, σαν άλλος Ρανταμές, καβάλα στο ηρωικό του άτι, έσκιζε τις στρατιές της Αιθιοπίας και έφτανε μπροστά στην αγαπημένη του Αΐντα. Πηδούσε με χάρη από το άλογο και γονάτιζε μπροστά της. Φανταζόταν τον πατέρα της, το βασιλιά, δεμένο με αλυσίδες, ιδρωμένο και σκονισμένο, να στέκεται άβουλος καθώς η Αΐντα τον έπιανε από το μπράτσο αγκαζέ και βαδίζαν μαζί προς το ηλιοβασίλεμα. Γύριζε να την κοιτάξει και δίπλα του στεκόταν η Κατερίνα, ντυμένη με τον πριγκιπικό της μανδύα. Η χρυσαφένια τιάρα στόλιζε τα μελαχροινά μαλλιά της.

Μια ακόμη πορδή ακούστηκε από το διπλανό διαμέρισμα. Αυτή τη φορά άκουσε τη γυναίκα του γείτονα να χαχανίζει. Καθώς οι ήχοι του σουμιέ που τρίζει συναγωνίζονταν τα πνιχτά βογγητά της, ο Ιάκωβος αποκοιμήθηκε...

(συνεχίζεται)

Sunday, October 08, 2006

Η ιστορία του Svenska Toffeln*-Μέρος δεύτερο


*σουηδικό τσόκαρο-σανδάλι



Η Ρόδος μου ξυπνούσε πάντα ανάμεικτα συναισθήματα. Αν και κατεξοχήν καλοκαιρινός προορισμός του Λέναρτ, και αναρίθμητων ακόμα Σουηδών, στα νιάτα του, εξελίχθηκε σε πεδίο μάχης των φύλων, με παντιέρα το κίνημα για τα γυναικεία δικαιώματα που, πριν 2-3 δεκαετίες, είχε ήδη σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά του από τη βόρεια Ευρώπη. Ο κακόμοιρος ο Λέναρτ, ερχόμενος στη Ρόδο για φτηνές και ανέμελες διακοπές στον ήλιο, ήταν αναγκασμένος να βλέπει τις συμπατριώτισσές του να επιδίδονται σε όργια επί οργίων, ενώ αυτός και κάθε ομοΐδεάτης του αρκούνταν στο γνωστό άδειασμα από τις μελαχρινές ντόπιες:

-"Γουάτ? Γιου εντ μη? Μπατ γιου χαβ σάνταλζ!!!". (Προφανώς, τη δεκαετία του '70 που οι γυναίκες της ελληνικής υπαίθρου δεν ήταν ακόμα χειραφετημένες, το κρώσμα έφερνε πιο πολύ σε "Άει χάσου ρε λέτσο μη φωνάξω τον αδερφό μου"...)



Ο Λέναρτ άραξε σε μια παραλιακή καφετέρια και παρήγγειλε καφέ. Σε καμμιά ώρα κατέφτανε η πτήση του Κλάους. Το απόγευμα θα έφτανε και η Σαντρίν. Δεν έβλεπα την ώρα να δω τους φίλους μου. Είχαμε περπατήσει μαζί πολλά μέρη της Ελλάδας. Είχαμε ανέβει στη Δρακολίμνη, τότε που ο Κλάους μέθυσε και κυνηγούσε ένα αγριογούρουνο φωνάζοντας "Μπρουμχίλντα, λίμπλινγκ!". Είχαμε λιαστεί στη Πάργα, όπου τα σανδαλάκια της Σαντρίν εκσφενδονίζονταν προς κάθε κατεύθυνση, σε μια απέλπιδα απόπειρα να κρατήσουν μακριά τα διάφορα καμάκια (και αποτυγχάνοντας οικτρά να πετύχουν κάποιον, εξού και το παρατσούκλι της γαλλίδας "Νέβερ-ε-μπούλζάι". Είχαμε χαθεί βράδυ στην Ομόνοια, πατώντας λογιών λογιών σκατούλες και σκουπίδια, ώσπου ένας Αλβανός με κατούρησε και ο Λέναρτ πέρασε το βράδυ σε ένα συντριβάνι προσπαθώντας να με ξεπλύνει. Δικαιώνοντας το μεταναστευτικό κύμα των Ποντίων στη Σκανδιναβία, με φορούσε ακόμα. Κι εμένα και τις κάλτσες του...

Ένιωθα τα μάτια των περαστικών πάνω μου. Ενώ σε κάθε άλλη χώρα ήμουν περήφανος που ο Λέναρτ με κρατούσε καθαρό και ολοκαίνουριο, έχω την εντύπωση πως στην Ελλάδα δεν ήμουν ποτέ καλοδεχούμενος. Όλοι με κοίταζαν σαν αξιοπερίεργο. Έβλεπα και ντόπιους να φοράνε φίλους μου. Αλλά τους αφήνανε μόνους τους, να βασανίζονται ζουληγμένοι από ιδρωμένες, μαύρες από τη σκόνη, πατούσες. Αηδία...

-"Άχτουνγκ, άχτουνγκ, γκεγμάνισε τουγίστεα", αντήχησε η καφετέρια. Ο Λέναρτ, που μετά από μία ώρα αναμονής είχε μόλις παραλάβει τον ελληνικό του και προσπαθούσε να καταλάβει πως στο διάλο μπορεί να πιει κάτι τόσο καυτό, απέκτησε μια ολοκαίνουρια καφέ στάμπα στο καρώ πουκάμισό του και ένα ρευστό καφέ μουσάκι. Γύρισε απορημένος και είδε τον Κλάους να στέκεται παραδίπλα, σαν κρεάτινος βράχος, ροδοκόκκινος και με το πιο ηλίθιο καπέλο που τόλμησε ποτέ άνθρωπος να φορέσει.



-"Μάιν φγόιντ, είσαι καζός, το ξέγεις?", ούρλιαξε ο Κλάους και αγκάλιασε το Λέναρτ χοροπηδώντας. Μετά γύρισε προς το σερβιτόρο και, δείχνοντας το τραπέζι, αμόλησε το άπταιστο ελληνικό: "Κύγιο, φέγε ντύο μπύγα και παγκωμένο παγακαλώ". Ο σερβιτόρος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και εξαφανίστηκε στην κουζίνα, για να επανέλθει με δύο μπουκάλες. Τις ακούμπησε στο τραπέζι με γδούπο, τις άνοιξε με το ένα χέρι και αποχώρησε με ύφος μπλαζέ. "Πγοφανώς, ντο καλοκαίγι αγχίζει σωστά, γιά?", είπε ο Κλάους και έπιασε δουλειά.



Μιλούσαν με τις ώρες. Για τη δουλειά, τη ζωή, τη μοναξιά τους. Ο Κλάους τα πήγαινε αρκετά καλά με τη μπυραρία, αν και είχε καταφέρει να μείνει ανύπαντρος. Που και που τσίμπαγε καμμιά μεσόκοπη μεθυσμένη πελάτισσα, και είχε και την καβάτζα της Μπρουμχίλντας. Για το Λέναρτ, τα ξέρετε, μη σας κουράζω. Παρατηρούσαν τον κόσμο να περνάει πάνω κάτω, χάζευαν τις πιτσιρίκες, σχολίαζαν τους άλλους τουρίστες. Και οι μπύρες διαδέχονταν η μία την άλλη. Ώσπου σκοτείνιασε...

Monday, October 02, 2006

Η ιστορία του Svenska Toffeln*


*σουηδικό τσόκαρο-σανδάλι



Γεια σας. Με λένε Σβένσκα Τόφφελν και θα σας διηγηθώ πως πέρασα το περισινό καλοκαίρι. Γύρω στις αρχές Αυγούστου βρέθηκα ζωσμένος στα πόδια του αφέντη μου, του Λέναρτ, να πηγαίνω χαρωπά προς την πτήση charter για Ρόδο. Το ταξίδι είναι μια σωστή γιορτή (γιορτάζω το ότι στο κρύο Γκέτεμποργκ την περνάω κλεισμένος στο σπίτι, αφού ο Λέναρτ προτιμάει τις γαλότσες του) και θα δω καινούρια μέρη, παρέα με τις φίλες μου, τις βαμβακερές άσπρες κάλτσες του Λέναρτ...



Ο Λέναρτ είναι ένας μεσόκοπος Σουηδός, ούτε όμορφος, ούτε άσχημος, που πρόσφατα χώρισε μετά από 10 χρόνια γάμου. Πέρασε ένα δύσκολο χειμώνα, στενοχωρημένος και μόνος. Του στοίχησε το διαζύγιο. Κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες κορώνες, το Βόλβο και το εξοχικό στο Ερεμπρού. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, την αγαπούσε κιόλας. Και του έλειπε. Η καργιόλα... Και να φανταστείτε ότι ο μόνος σημαντικός λόγος που επικαλέστηκε στο δικαστήριο η λάμια ήταν ότι ο Λέναρτ έκλανε και της προκαλούσε ψυχολογικά προβλήματα. Παρέλειψε να πει η Ελαχέ (στα φαρσί σημαίνει θεά) ότι του μαγείρευε κάθε μέρα αρνάκι με μπαχάρι και του είχε κάνει το έντερο Φαλκονέρα. Αυτός έφταιγε, που την είχε στα ώπα-ώπα.

Κάποια μέρα λοιπόν, που ο Λέναρτ γύριζε από τη δουλειά (σαν κλασσικός κάτοικος του Γκέτεμποργκ δούλευε στη φάμπρικα της Βόλβο και είχε μποτιλιαριστεί -όπως κάθε μέρα- στο πήξιμο των 17.30), άκουσε στο ραδιόφωνο μια διαφήμιση από ταξιδιωτικό πρακτορείο. "Ελάτε για ιστιοπλοΐα στα Ντοντεκανές" (έτσι τα λένε εδώ πάνω τα Δωδεκάνησα, τι να κάνουμε), και του μπήκανε ιδέες. Με το που έφτασε σπίτι, άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στο messenger. Κοίταξε τη λίστα και αμέσως διάλεξε ποιους θα προσκαλούσε.

Πρώτος ήταν ο Κλάους. Ο Κλάους είναι Γερμανός. Έχει μια μπυραρία στο Μόναχο, είναι ψηλός, ξανθός, με τεράστια μπάκα και του αρέσει στον ελεύθερο χρόνο του να τσιμπάει τον πισινό της αρχι-σερβιτόρας του, της Μπρουμχίλντας. Με το Λέναρτ πρωτογνωρίστηκαν στο Καντίθ, στην Ισπανία, όντας πιτσιρικάδες. Γυρνοβολούσαν στους δρόμους απένταροι και ψιλομεθυσμένοι, ώσπου έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Ταίριαξαν αμέσως, καθώς ήταν και οι δύο βορειοευρωπαίοι, τους άρεσε να πλακώνουν τις μπύρες και είχαν απόλυτα ταιριαστές απόψεις για την καλοκαιρινή μόδα.



Δεύτερη ήταν η Σαντρίν. Γαλλίδα, φεμινίστρια, δυναμική και αξύριστη, μακρινή συγγενής του Σαρτρ, με ένα κρουασάν μόνιμα κολλημένο στο χέρι και την υφέρπουσα υποψία ότι είναι λίγο λεσβία. Η Σαντρίν είχε συλληφθεί στο τείχος του Βερολίνου το '89, αφού πήγε να πετάξει μια κοτρώνα σε ένα Γερμανόμπατσο και αντί αυτού πέτυχε στο δόξα πατρί μια Μερσεντέ πεντακοσάρα. Αφού σήκωσε θριαμβευτικά τα χέρια στον αέρα, εισέπραξε το βραβείο για την ευστοχία της. Πέντε ανάστροφες και ρεζερβέ κελί σε μια φυλακή που την έκανε να αισθάνεται σαν φιλοξενούμενη του Άιχμαν. Την ίδια ώρα που την αφήναν ελεύθερη, μερικές μέρες πιο μετά, έβγαινε από τη φυλακή και ο Λέναρτ. Ο κακομοίρης πήγε να πιει μια μπύρα και είχε τη φαεινή ιδέα να περάσει από το τείχος. Είχε έρθει και στο τσακίρ κέφι με τις μπύρες, είδε και την κοτρώνα στο μπαρμπρίζ της Μερσεντέ, έβαλε τα γέλια. Τη συνέχεια τη μαντεύετε. Πέντε ανάστροφες και ρεζερβέ κελί κτλ κτλ. Βγήκαν βόλτα να κλάψουν τη μοίρα τους και κατέληξαν σε ατέλειωτες συζητήσεις για τη λογοτεχνία, την πολιτική και τη Μπριζίτ Μπαρντό. Ταίριαξαν αμέσως, καθώς ήταν και οι δύο πολιτικοποιημένοι, μορφωμένοι και είχαν απόλυτα ταιριαστές απόψεις για την καλοκαιρινή μόδα.



Τρίτος και καλύτερος ο Τακαχάτσι. Γιαπωνεζάρας ολκής, νευρωτικός, υπάκουος, ντροπαλός και μόνιμα απορημένος. Όταν έφτασε πρώτη φορά στη Σουηδία, για ένα τεχνικό σεμινάριο, ντρεπόταν να φύγει από την αίθουσα όσο κρατούσε η ομιλία και έτσι, στο διάλειμμα, έτρεξε ημι-μελανιασμένος προς το μέρος του Λέναρτ και τον ρώτησε σε άπταιστα αγγλικά: "Εξκιούζ-μη-καν-γιου-τέου-μη-γουέ-ηζ-μπάθουμ-πουήζ?". Σε κάθε επίσκεψη του Τακαχάτσι, ο Λέναρτ διασκέδαζε να τον πειράζει, να τον τρομάζει, να τον κομπλάρει και γενικά να κάνει όσα θα θεωρούνταν απόλυτα μη πολιτικώς ορθά αν τα έκανε σε κάποιον συμπατριώτη του. Ταίριαξαν, όμως, με το γιαπωνεζούλη καθώς έτρεφαν και οι δύο μια βαθειά αγάπη για την ανθοκομία, τις πένσες από χρωμιομολυβδενιούχο χάλυβα και τα ωδικά πτηνά της Μποτσουάνας. ΟΚ, σας κάνω πλάκα. Αλλά το μαντέψατε ήδη, έτσι? Απλά ο Τακαχάτσι γούσταρε να κυκλοφορεί φορώντας σαγιονάρες...



Για να μη σας τα πολυλογώ, βρέθηκα μετά από μερικές ώρες να σερνοδιαβαίνω στο λιμάνι της Ρόδου. Αλλά αυτό θα σας το διηγηθώ πιο μετά...

To be continued...

SYNC ME @ SYNC