Friday, September 08, 2006

Αχ Λοΐζο, το έλεγες στ’αλήθεια;


Είχα καιρό να αποκοιμηθώ με μουσική. Κι ο ύπνος ελαφρύς, βιαστικός, ανήσυχος. Ίσως ήταν πιο δυνατά απ’όσο θα ήθελα. Ίσως έφτανε στα αυτιά μου και με κέντριζε τόσο που με κρατούσε σε εγρήγορση. Άνοιξα τα μάτια και άφησα το κεφάλι μου, μέσα στη βουή και την παραζάλη του, να απορροφήσει τα λόγια:

Πάγωσ' η τσιμινιέρα
κι απ' έξω από την πύλη
εργάτες μαζεμένοι συζητάνε

Προχώρησε η μέρα
με παγωμένα χείλη
σηκώνουν τα πανώ και ξεκινάνε

Πέντε καμιόνια στείλαν
στου φεγγαριού τη χάση
και γύρισαν γεμάτα απεργοσπάστες

Γεμάτα ξαναφύγαν
κανείς δε θα περάσει
κάλλιο να πάμε όλοι μετανάστες

Και ήρθαν όλα μπροστά στα μάτια μου. Η απογοήτευση, ο καημός, η πείνα, η γκρίνια, το παράπονο. Το φτερούγισμα της ελπίδας για μια καλύτερη μέρα, το σφίξιμο στο στομάχι και το λύσιμο στα γόνατα της πρώτης φοράς στο δρόμο. Τα συνθήματα, τα φέιγ βολάν, η πίστη, η δύναμη, η συντροφικότητα. Η προδοσία, ο στιγμιαίος τρόμος της ανατροπής, η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, τα δακρυγόνα, οι ασπίδες, η τρεχάλα με την ψυχή στο στόμα –Αν πάθω κάτι ποιος θα προσέχει τα παιδιά;- τα βράδια στην ασφάλεια, οι κραυγές, τα ξενυχιάσματα, η Αίγινα. Θα νικήσουμε. Κι ας είναι όλα μπλεγμένα στο μυαλό, κι ας χαμογελάν περίεργα οι απέναντι. Δεν μπορεί, το δίκιο είναι με το μέρος μας.

Πέρασε ένας μήνας
οι μηχανές σκουριάζουν
και τα παιδιά κρυώνουν και πεινάνε

στους δρόμους της Αθήνας
φειγ βολάν μοιράζουν
εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε

Ένα απόγευμα χάζευα το θείο στην αυλή να διηγείται ιστορίες για τον πόλεμο, την Αντίσταση, τη Χούντα, το Κόμμα. Τα χρόνια που περάσανε, τα χρόνια που χάθηκαν. Τόσες ελπίδες τυλιγμένες σε κόλλες χαρτί, για ένα καλύτερο αύριο, για μια θέση στο δημόσιο. Όνειρα που κύλισαν και σκάλωσαν ανάμεσα σε χορταριασμένες πέτρες. Ελπίδες που κατάντησαν συνθήματα. Συνθήματα που έγιναν κραυγές, παρωδίες, θεριά ανήμερα που δαγκώνουν τα ίδια τους τα σπλάχνα. Παιδιά που νόμισαν, μα ποτέ τους δεν κατάλαβαν. Άντρες που λύγισαν, από φόβο μη δουν τα παιδιά τους λυγισμένα. Κάποιοι σάστισαν και έκαναν στην άκρη. Άλλοι προχώρησαν με πάθος τυφλό και εμπιστοσύνη στα ιδανικά που τους κρατούσαν ζωντανούς. Κάποιοι, τέλος, κρατήθηκαν από αυτό που ονόμαζαν ζωή και ποδοπάτησαν κάθε τι που θα μπορούσε μια μέρα να λέγεται λουλούδι.

Σκόρπιες σκέψεις, σκόρπια συναισθήματα. Χωρίς ειρμό και λογική. Σαν σπόροι παρατημένοι, που αν τους έτρωγε το καναρίνι θα τραγουδούσε άλλη μια φορά γλυκαίνοντας το σούρουπο.

Δε βαριέσαι. Είμαστε ζωντανοί. Κι όσο αγαπάμε αυτά που πήραμε δώρο, κι ας μην προλάβαμε να τα γνωρίσουμε, όσο δε φτύνουμε τις αξίες που μας κάναν αυτό που είμαστε, όσο δε γινόμαστε κι εμείς απεργοσπάστες από μίσος γι’αυτούς που τόλμησαν, ίσως υπάρχει ελπίδα να χτίσουμε ένα κόσμο λιγουλάκι πιο όμορφο.

Να ανάψω τσιγάρο; Κομμάτια να γίνει. Έχει κι ο καφές ψυχή, θέλει κι αυτός λίγη παρέα. Γλυκιά συντροφιά. Σαν ανάμνηση…

Όλα σε θυμίζουν
Απλά κι αγαπημένα
Πράγματα δικά σου
Καθημερινά

Σαν να περιμένουν
Κι αυτά μαζί με μένα
Να’ρθεις κι ας χαράξει
Για στερνή φορά…

1 Comments:

Blogger Άγνωστη said...

eixa ksexasei ti omorfa grafeis telika...

2:37 AM

 

Post a Comment

<< Home

SYNC ME @ SYNC