Monday, October 02, 2006

Η ιστορία του Svenska Toffeln*


*σουηδικό τσόκαρο-σανδάλι



Γεια σας. Με λένε Σβένσκα Τόφφελν και θα σας διηγηθώ πως πέρασα το περισινό καλοκαίρι. Γύρω στις αρχές Αυγούστου βρέθηκα ζωσμένος στα πόδια του αφέντη μου, του Λέναρτ, να πηγαίνω χαρωπά προς την πτήση charter για Ρόδο. Το ταξίδι είναι μια σωστή γιορτή (γιορτάζω το ότι στο κρύο Γκέτεμποργκ την περνάω κλεισμένος στο σπίτι, αφού ο Λέναρτ προτιμάει τις γαλότσες του) και θα δω καινούρια μέρη, παρέα με τις φίλες μου, τις βαμβακερές άσπρες κάλτσες του Λέναρτ...



Ο Λέναρτ είναι ένας μεσόκοπος Σουηδός, ούτε όμορφος, ούτε άσχημος, που πρόσφατα χώρισε μετά από 10 χρόνια γάμου. Πέρασε ένα δύσκολο χειμώνα, στενοχωρημένος και μόνος. Του στοίχησε το διαζύγιο. Κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες κορώνες, το Βόλβο και το εξοχικό στο Ερεμπρού. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, την αγαπούσε κιόλας. Και του έλειπε. Η καργιόλα... Και να φανταστείτε ότι ο μόνος σημαντικός λόγος που επικαλέστηκε στο δικαστήριο η λάμια ήταν ότι ο Λέναρτ έκλανε και της προκαλούσε ψυχολογικά προβλήματα. Παρέλειψε να πει η Ελαχέ (στα φαρσί σημαίνει θεά) ότι του μαγείρευε κάθε μέρα αρνάκι με μπαχάρι και του είχε κάνει το έντερο Φαλκονέρα. Αυτός έφταιγε, που την είχε στα ώπα-ώπα.

Κάποια μέρα λοιπόν, που ο Λέναρτ γύριζε από τη δουλειά (σαν κλασσικός κάτοικος του Γκέτεμποργκ δούλευε στη φάμπρικα της Βόλβο και είχε μποτιλιαριστεί -όπως κάθε μέρα- στο πήξιμο των 17.30), άκουσε στο ραδιόφωνο μια διαφήμιση από ταξιδιωτικό πρακτορείο. "Ελάτε για ιστιοπλοΐα στα Ντοντεκανές" (έτσι τα λένε εδώ πάνω τα Δωδεκάνησα, τι να κάνουμε), και του μπήκανε ιδέες. Με το που έφτασε σπίτι, άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στο messenger. Κοίταξε τη λίστα και αμέσως διάλεξε ποιους θα προσκαλούσε.

Πρώτος ήταν ο Κλάους. Ο Κλάους είναι Γερμανός. Έχει μια μπυραρία στο Μόναχο, είναι ψηλός, ξανθός, με τεράστια μπάκα και του αρέσει στον ελεύθερο χρόνο του να τσιμπάει τον πισινό της αρχι-σερβιτόρας του, της Μπρουμχίλντας. Με το Λέναρτ πρωτογνωρίστηκαν στο Καντίθ, στην Ισπανία, όντας πιτσιρικάδες. Γυρνοβολούσαν στους δρόμους απένταροι και ψιλομεθυσμένοι, ώσπου έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Ταίριαξαν αμέσως, καθώς ήταν και οι δύο βορειοευρωπαίοι, τους άρεσε να πλακώνουν τις μπύρες και είχαν απόλυτα ταιριαστές απόψεις για την καλοκαιρινή μόδα.



Δεύτερη ήταν η Σαντρίν. Γαλλίδα, φεμινίστρια, δυναμική και αξύριστη, μακρινή συγγενής του Σαρτρ, με ένα κρουασάν μόνιμα κολλημένο στο χέρι και την υφέρπουσα υποψία ότι είναι λίγο λεσβία. Η Σαντρίν είχε συλληφθεί στο τείχος του Βερολίνου το '89, αφού πήγε να πετάξει μια κοτρώνα σε ένα Γερμανόμπατσο και αντί αυτού πέτυχε στο δόξα πατρί μια Μερσεντέ πεντακοσάρα. Αφού σήκωσε θριαμβευτικά τα χέρια στον αέρα, εισέπραξε το βραβείο για την ευστοχία της. Πέντε ανάστροφες και ρεζερβέ κελί σε μια φυλακή που την έκανε να αισθάνεται σαν φιλοξενούμενη του Άιχμαν. Την ίδια ώρα που την αφήναν ελεύθερη, μερικές μέρες πιο μετά, έβγαινε από τη φυλακή και ο Λέναρτ. Ο κακομοίρης πήγε να πιει μια μπύρα και είχε τη φαεινή ιδέα να περάσει από το τείχος. Είχε έρθει και στο τσακίρ κέφι με τις μπύρες, είδε και την κοτρώνα στο μπαρμπρίζ της Μερσεντέ, έβαλε τα γέλια. Τη συνέχεια τη μαντεύετε. Πέντε ανάστροφες και ρεζερβέ κελί κτλ κτλ. Βγήκαν βόλτα να κλάψουν τη μοίρα τους και κατέληξαν σε ατέλειωτες συζητήσεις για τη λογοτεχνία, την πολιτική και τη Μπριζίτ Μπαρντό. Ταίριαξαν αμέσως, καθώς ήταν και οι δύο πολιτικοποιημένοι, μορφωμένοι και είχαν απόλυτα ταιριαστές απόψεις για την καλοκαιρινή μόδα.



Τρίτος και καλύτερος ο Τακαχάτσι. Γιαπωνεζάρας ολκής, νευρωτικός, υπάκουος, ντροπαλός και μόνιμα απορημένος. Όταν έφτασε πρώτη φορά στη Σουηδία, για ένα τεχνικό σεμινάριο, ντρεπόταν να φύγει από την αίθουσα όσο κρατούσε η ομιλία και έτσι, στο διάλειμμα, έτρεξε ημι-μελανιασμένος προς το μέρος του Λέναρτ και τον ρώτησε σε άπταιστα αγγλικά: "Εξκιούζ-μη-καν-γιου-τέου-μη-γουέ-ηζ-μπάθουμ-πουήζ?". Σε κάθε επίσκεψη του Τακαχάτσι, ο Λέναρτ διασκέδαζε να τον πειράζει, να τον τρομάζει, να τον κομπλάρει και γενικά να κάνει όσα θα θεωρούνταν απόλυτα μη πολιτικώς ορθά αν τα έκανε σε κάποιον συμπατριώτη του. Ταίριαξαν, όμως, με το γιαπωνεζούλη καθώς έτρεφαν και οι δύο μια βαθειά αγάπη για την ανθοκομία, τις πένσες από χρωμιομολυβδενιούχο χάλυβα και τα ωδικά πτηνά της Μποτσουάνας. ΟΚ, σας κάνω πλάκα. Αλλά το μαντέψατε ήδη, έτσι? Απλά ο Τακαχάτσι γούσταρε να κυκλοφορεί φορώντας σαγιονάρες...



Για να μη σας τα πολυλογώ, βρέθηκα μετά από μερικές ώρες να σερνοδιαβαίνω στο λιμάνι της Ρόδου. Αλλά αυτό θα σας το διηγηθώ πιο μετά...

To be continued...

7 Comments:

Blogger Κολοκύθι said...

Ωραία εισαγωγή. Σωστή αναλογία «σκιαγραφής» και αναμονής. Ταξιδιάρικο και ελπιδοφόρο. Περιμένω τη συνέχεια.

1:17 PM

 
Blogger Lex_Luthor06 said...

χαχαχαχ
ρε μλκ είσαι όργιο

χαχαχαχαχαχα

:-D
:-D
:-D

11:35 PM

 
Anonymous Anonymous said...

Αυτό το «πιο μετά» μην είναι μετά από ένα μήνα, ντάξ? :))

10:46 AM

 
Blogger zabelos said...

Σε λίγες μέρες θα έχετε τη συνέχεια! Έχω και διαβάσματα, τι να κάνω ο δόλιος? Το ότι με διαβάζετε βέβαια και θέλετε κι άλλο ή για κομπλιμέντο θα το πάρω ή για βίτσιο σας!!!

10:59 AM

 
Blogger Άγνωστη said...

Είσαι όργιο αυτή είναι η αλήθεια, καλά λέει ο lex :-p

(γελασα)

1:01 PM

 
Blogger zabelos said...

Εντάξει, τα παραλές...

(οργιάκι είμαι)

1:05 PM

 
Blogger angeliki marinou said...

Πολύ καλό!!!

10:29 PM

 

Post a Comment

<< Home

SYNC ME @ SYNC